δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
ροδακινιά — (ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα,… … Dictionary of Greek
τσαπουρνιά — Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βασιλικών. * * * και τσαπρουνιά, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού αγκαθωτού φυτού Prunus spinosa, τού γένους προύνος,… … Dictionary of Greek
αγριοκερασιά — η Βοτ. κοινή ονομασία δύο ειδών τού γένους Προύνος της οικογένειας τών Ροδιδών: 1. άγρια ποικιλία τού είδους Prunus avium (κερασιά) 2. το είδος Cerasus mahaleb … Dictionary of Greek
βαρδασιά — και βαρδανιά, η [βαρδάσα] ποικιλία του δέντρου του γένους Προύνος, Prunus domestica, δαμασκηνιά με καρπούς μακρουλούς, πρασινωπούς … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
δαφνοκέρασος — Αειθαλές καλλωπιστικό δενδρύλλιο της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κέρασος ή προύνος ο δ. Είναι φυτό αυτοφυές στα ορεινά δάση της ανατολικής Θράκης, με λογχοειδή, δερματώδη και γυαλιστερά φύλλα, και… … Dictionary of Greek